φείδι

φείδι
το, Ν
βλ. φίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φίδι — το / φίδιν, ΝΜ, και παλ. εσφ. τ. φείδι Ν συν. στον πληθ. τα φίδια ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τής τάξης ερπετών οφίδια, η οποία περιλαμβάνει 2.700 είδη, συγγενικά με τις σαύρες και τα αμφισβαίνια και ευρέως διαδεδομένα, ιδίως στις θερμές περιοχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”